- συνθλώ
- (α) (αόρ. συνέθλασα, παθ. αόρ. συνεθλάσθην) см. συνθλίβω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνθλώ — συνθλῶ, άω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνθλῶ και συμφλῶ, άω, Α 1. θραύω κάτι συμπιέζοντάς το, συντρίβω 2. (κατ επέκτ.) καταστρέφω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θλῶ «σπάζω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek
συνθλῶ — συνθλάω crush together pres imperat mp 2nd sg συνθλάω crush together pres subj act 1st sg (attic epic ionic) συνθλάω crush together pres ind act 1st sg (attic epic ionic) συνθλάω crush together pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλω — (Α θλῶ, άω) 1. συντρίβω, σπάζω, τσακίζω νεοελλ. φρ. «τεθλασμένη γραμμή» η γραμμή που σύγκειται από πολλές ευθείες οι οποίες συνδέονται γωνιωδώς και επομένως αποτελείται από ευθεία που θραύεται κατ επανάληψη αρχ. 1. (για φωνή) σχίζω τ αφτιά,… … Dictionary of Greek
συμφλώ — άω, Α βλ. συνθλῶ … Dictionary of Greek
συνθλασμός — ὁ, Α [συνθλῶ] 1. συνθλαση 2. συνεκδ. σύγκρουση με κάτι άλλο («συνθλασμὸν ἤ συντριμμὸν ὀδόντων», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
συνθλαστήρας — ο, Ν συσκευή κατάλληλη για τη θραύση σκληρών τεμαχίων λίθου, ορυκτών, μεταλλευμάτων σε μικρότερα τεμάχια, αλλ. θραυστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αορ. τού συνθλῶ + επίθημα τήρας (πρβλ. αντιδρασ τήρας)] … Dictionary of Greek
σύνθλαση — η, Ν θρυμμάτισμα που οφείλεται σε σύνθλιψη ή σε σύγκρουση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνθλώ. Η λ., στον λόγιο τ. σύνθλασις, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek